ἐγγράμματος — written masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγράμματος — η, ο (AM ἐγγράμματος, ον) αυτός που γνωρίζει γράμματα, μορφωμένος αρχ. 1. γραπτός 2. αυτός που περιέχει γράμματα … Dictionary of Greek
εγγράμματος — η, ο 1. που γνωρίζει γράμματα, δηλ. ανάγνωση και γραφή. 2. ο γραμματισμένος, μορφωμένος, σπουδασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγγράμματον — ἐγγράμματος written masc/fem acc sg ἐγγράμματος written neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραμμάτοις — ἐγγράμματος written masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραμμάτου — ἐγγράμματος written masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραμμάτους — ἐγγράμματος written masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραμμάτων — ἐγγράμματος written masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράμματοι — ἐγγράμματος written masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιζούμενος — η, ο 1. εγγράμματος, μορφωμένος 2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε ούμαι… … Dictionary of Greek
γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… … Dictionary of Greek